- μεσιτεία
- (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που θα πραγματοποιηθεί η σύναψη της κύριας σύμβασης. Η καταβολή της αμοιβής εξαρτάται από τη σύναψη της τελευταίας. Αν η εντολή δόθηκε σε επαγγελματία μεσίτη, η αμοιβή οφείλεται, υπό τον όρο της σύναψης της κύριας σύμβασης, ακόμα και αν δεν πραγματοποιήθηκε ρητή συμφωνία για τους δύο συμβαλλόμενους, πάντα μέσα στα όρια της καλής πίστης. Μ. με τη μορφή συνοικεσίου για τέλεση γάμου θεωρείται άκυρη.
* * *η (ΑM μεσιτεία, Α και μεσητία, Μ και μεσιτεία) [μεσιτεύω]μεσίτευση, μεσολάβησηνεοελλ.1. (νομ.) η μεσολάβηση που γίνεται με αμοιβή για τη σύναψη συμβάσεως μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων2. συνεκδ. η αμοιβή τού μεσίτη, τα μεσιτικά, η προμήθεια («πλήρωσε 20% μεσιτεία για την υπογραφή τού συμβολαίου»)μσν.φρ. «βάνομαι εἰς μεσιτείαν» — μεσολαβώ, παρεμβαίνωαρχ.1. διαιτησία2. διαπραγμάτευση3. ενεχυρίαση, υποθήκευση4. το να είναι κάποιος στο μέσο5. ενδιάμεση κατάσταση.
Dictionary of Greek. 2013.